- κρυσταλλογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρυσταλλογραφία: Αυτοί είναι οι κρυσταλλογραφικοί νόμοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυσταλλογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρυσταλλογραφία … Dictionary of Greek
κρυσταλλολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κρυσταλλολογία, κρυσταλλογραφικός … Dictionary of Greek
ορθοδιαγώνιος — η (κρυσταλλ.) ο δεύτερος κρυσταλλογραφικός άξονας τού μονοκλινούς συστήματος, ο οποίος είναι κάθετος προς το επίπεδο τών δύο άλλων αξόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthodiagonal < ορθ(ο) * + διαγώνιος] … Dictionary of Greek